πρεσβίστη

πρεσβίστη
πρέσβιστος
eldest
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δαις — δαίς (δαιτός), η (Α) 1. μερίδα φαγητού 2. γεύμα, συμπόσιο 3. η τροφή, το κρέας 4. (για θηρία) η βορά 5. (ως κύριο όνομα) η Δαίς προσωποποιημένη θεότητα τής ευτυχίας («ἧλθεν δὲ Δαὶς... πρεσβίστη θεῶν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω II)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”